«Η’ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΠΑΥΛΕΙΑ». ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ β’ ΤΗΝ 28ην ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ.

IMG 9606Ἐνῶ τά βλέμματα ὅλων τῶν Ἐθνῶν εἶναι στραμμένα αὐτές τίς ἡμέρες, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πε Ἀ­θη­νῶν καὶ πά­σης Ἑλ­λά­δος Κύ­ρι­έ μοι, κύ­ρι­ε Ἱ­ε­ρώ­νυ­με, Πρό­ε­δρε τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι ἅ­γι­οι Συνοδικοί Σύνεδροι, Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀ­δελ­φοὶ, Ἐξοχώτατε κ. Ὑπουργέ, Ἐν­τι­μό­τα­τοι κ. Βου­λευ­ταί, κ. Πε­ρι­φε­ρει­άρ­χα, κ. Ἀν­τι­πε­ρι­φε­ρει­άρ­χα, κ. Δή­μαρ­χε Κο­ριν­θί­ων, Ἐν­τι­μό­τα­τοι Ἄρ­χον­τες, κ. Ἐκ­πρό­σω­ποι τῶν Στρα­τι­ω­τι­κῶν, Ἀ­στυ­νο­μι­κῶν καὶ λοι­πῶν Ἀρ­χῶν τοῦ Νο­μοῦ μας, Ἱ­ε­ρὲ Κλῆ­ρε καὶ Ὁ­σι­ώτα­τες Μο­να­στι­κὲς Ἀ­δελ­φό­τη­τες, εὐ­σε­βῆ Λα­ὲ τοῦ Θε­οῦ, στήν Βραζιλία, ὅ­που δι­ε­νερ­γοῦν­ται οἱ Πο­δο­σφαι­ρι­κοὶ ἀ­γῶ­νες γιὰ τὸ Παγ­κό­σμι­ο Κύ­πελ­λο Πο­δο­σφαί­ρου (τό γνωστό σέ ὅλους μας MUNDIAL), τὰ βλέμ­μα­τα καὶ οἱ καρ­διὲς τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς πό­λε­ως Κο­ρίν­θου, ποὺ ἱστορικά ὑ­πῆρ­ξε «με­γά­λή τε καὶ πλου­σί­α δι­ὰ παν­τός», ἀλ­λὰ καὶ τῆς Κο­ριν­θί­ας ὁ­λό­κλη­ρης σήμερα στρέ­φον­ται εἰς αὐ­τὸν ἐ­δῶ τὸν συγ­κε­κρι­μέ­νο χῶ­ρο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Κα­θε­δρι­κοῦ Να­οῦ τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τῶν Ἐ­θνῶν Παύ­λου σάν στό μεγάλο πνευματικό μας Γυμναστήριο. Ἐστράφησαν ἤ­δη ἀ­πὸ τῆς 21ης τοῦ μη­νὸς Ἰ­ου­νί­ου, ποὺ ἄρ­χι­σαν τά «Η’ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΠΑΥΛΕΙΑ 2014» καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πό­ψε καὶ αὔ­ρι­ο, ποὺ κο­ρυ­φώνον­ται οἱ Λα­τρευ­τι­κὲς καὶ λοι­πὲς Ἐκ­δη­λώ­σεις πρὸς τι­μὴν τοῦ Ἱδρυ­τοῦ τῆς Το­πι­κῆς μας Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ πο­λι­ού­χου Κο­ρίν­θου Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, μὲ τὴν τε­τι­μη­μέ­νη καὶ ἄ­ξι­α πα­ρου­σί­α ὅ­λων Σας, οἱ ὁποῖοι φι­λο­φρό­νως σπεύ­σα­τε καὶ ἀν­τα­πο­κρι­θή­κα­τε στὸ κά­λε­σμά μου, στὸ κά­λε­σμα τοῦ τα­πει­νοῦ Ἐ­πι­σκό­που τῆς Μη­τρο­πο­λι­τι­κῆς αὐ­τῆς πα­ροι­κί­ας, ἡ ὁποία ἐ­ξό­χως ἀ­πο­δί­δει δι­α­χρο­νι­κά τό σέ­βας καὶ τὶς εὐ­γνώ­μο­νες εὐ­χα­ρι­στί­ες της στὸν Πνευ­μα­τι­κὸ της πα­τέ­ρα Ἀπ. Παῦ­λο, τὸν ἕ­ως τρί­του Οὐ­ρα­νοῦ ἁρ­πα­γέν­τα (Β’ Κορ. ιβ’ , 2) καὶ ὡς «Ἐ­θνῶν κή­ρυ­κα» πανορθοδόξως ἀναγνωριζόμενο.

Καί ἡ τοποθέτησή μας περί πνευματικοῦ Γυμναστηρίου γίνεται, γιατί κα­θὼς λέ­γουν οἱ Εἰ­δι­κοὶ Ἐ­πι­στή­μο­νες, ἡ ἀθ­λη­τι­κὴ ὁ­ρο­λο­γί­α, ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος κυ­ρί­ως στὴν Α’ πρὸς Κο­ριν­θί­ους Ἐ­πι­στο­λή Του καὶ ποὺ εἶ­χε γί­νει ἀν­τι­κεί­με­νο σπου­δῆς καὶ με­λέ­της κα­τὰ τὸ πα­ρελ­θόν, ὑ­πο­δη­λώ­νει τὴν γνώση καί τήν συμμετοχή του σ᾿ ἕνα μεγάλης ἐμβέλειας πνευματικό - ἀθλητικό γεγονός τῆς ἐποχῆς Του. Τήν ἐνταῦθα δι­ορ­γά­νω­ση τῶν Πανελ­λη­νί­ων ἀ­γώ­νων τῶν «Ἰ­σθμί­ων», πρὸς τι­μὴν τοῦ Πο­σει­δῶ­νος, ποὺ θὰ πα­ρα­κο­λού­θη­σε πιθανόν ὁ Παῦ­λος! Ἐκεῖνος ὅμως κι᾿ ἄν τά ἐγνώριζε ἤ κι᾿ ἄν τά παρακολούθησε τά «Ἴσθμια» τά ἔβλεπε διαφορετικά. Τά ἔβλεπε πλή­ρως ἀ­πο­ρρο­φη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ καὶ τὴν σπο­ρὰ τοῦ λό­γου καὶ πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάν­τα καὶ σὲ Αὐ­τὸν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει καὶ με­τα­ποι­εῖ ὅ­λα ὅ­σα βλέ­πει καὶ πα­ρα­τη­ρεῖ, ἔκρινε ὅτι κατά τίς περιοδίες Του τό ἀποτέλεσμα τῶν ἀγώνων Του δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά ἀποβλέπει ἀλλοῦ ἤ μή μόνον «πρὸς τὸν κα­ταρ­τι­σμὸν τῶν ἁ­γί­ων εἰς ἔρ­γον δι­α­κο­νί­ας, εἰς οἰ­κο­δο­μὴν τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐ­φεσ. δ’, 12). Κι᾿ αὐτό νά ἀποτελεῖ τόν ἀγῶνα Του, τό ἔργο Του, τήν ζωή Του.

Και ἰδού πώς ξεδιπλώνει τή σκέψη Του μέ ἀθλητική - ἀγωνιστική ὀρολογία: 1) «Δὲν γνω­ρί­ζε­τε, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νοι πού μέ­σα εἰς στά­δι­ον λαμ­βά­νουν μέ­ρος εἰς τὸ ἀ­γώ­νι­σμα τοῦ δρό­μου, ὅ­λοι μὲν τρέ­χουν, ἕ­νας δὲ λαμ­βά­νει τὸ βρα­βεῖ­ον; Νὰ τρέ­χε­τε λοι­πὸν καὶ σεῖς καὶ νὰ ἀ­γω­νί­ζε­σθε ἔ­τσι προ­σε­κτι­κὰ καὶ ἀ­κού­ρα­στα, δι­ὰ νὰ κερ­δίσε­τε τὸ βρα­βεῖ­ον. 2) Κα­θέ­νας δὲ ποὺ ἀ­γω­νί­ζε­ται, ἐγ­κρα­τεύ­ε­ται εἰς ὅ­λα, ἀ­κό­μη καὶ εἰς τὴν τρο­φὴν καὶ εἰς τὸ πο­τόν. Καὶ ἐ­κεῖ­νοι μὲν ἀ­γω­νί­ζον­ται καὶ ἐγ­κρα­τεύ­ον­ται δι­ὰ νὰ λά­βουν στέ­φα­νον, ποὺ φθεί­ρε­ται, ἡμεῖς ὅ­μως ἀ­γω­νι­ζό­με­θα δι᾿ ἄ­φθαρ­τον στέ­φα­νον. Μι­μη­θῆ­τε τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου. Ἐ­γὼ λοι­πὸν τρέ­χω ἔ­τσι, ὥ­στε ξεύ­ρω κα­λὰ τί ζη­τῶ, δι­ὰ ποῖ­ον σκο­πὸν ἀ­γω­νί­ζο­μαι καὶ μὲ ποῖ­ον τρό­πον θὰ τὸν ἐ­πι­τύ­χω. Δὲν πα­ρου­σι­ά­ζο­μαι σὰν νὰ πυγ­μα­χῶ γρον­θο­κο­πῶν τὸν ἀ­έ­ρα καὶ ἀ­γω­νι­ζό­με­νος στὰ κού­φια, ἀλλ᾿ ὑ­πο­πι­ά­ζω μου τὸ σῶ­μα καὶ δου­λα­γω­γῶ, μή­πως ἄλ­λοις κη­ρύ­ξας αὐ­τὸς ἀ­δό­κι­μος γέ­νω­μαι» (Α’ Κορ. θ’, 24-27), φα­νε­ρώ­νουν τὴν ἀ­λή­θει­α τῶν ὡς ἄ­νω. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ταν ὁ και­ρὸς τῆς αὐ­τοῦ «ἀ­να­λύσε­ως ἐ­φέ­στη­κε» ἔ­γρα­φε στὸν ἀ­γα­πη­τό του υἱό Τι­μό­θε­ο: «τὸν ἀ­γῶ­να τὸν κα­λὸν ἠ­γώ­νι­σμαι, τὸν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τὴν πί­στιν τε­τή­ρη­κα, λοι­πὸν ἀ­πό­κει­ταὶ μοι ὁ τῆς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος» (Β’ Τι­μ. δ’, 7).

Γνω­ρί­ζουν καί οἱ Κο­ρίν­θι­οι, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, ὅ­τι ὁ Σα­οὺλ τῆς Ταρ­σοῦ στά­θη­κε τὸ «σκεῦ­ος τῆς ἐ­κλο­γῆς» τοῦ Θε­οῦ ἀ­νά­με­σα στὰ Ἔ­θνη (Πράξ. θ’, 15) καὶ ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στρο­φή Του στὸ Χρι­στὸ εἶ­χε πε­ρισ­σό­τε­ρη ση­μα­σί­α γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἀπ᾿ ὅ­,τι εἶ­χαν ὅλες οἱ ἄλλες ὁ­μα­δι­κὲς μετα­στρο­φές, ποὺ ἐ­πί­σης θαυ­μα­στῶς εὐ­λο­γή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο, ἀ­φοῦ καὶ οἱ πρό­γο­νοί τους ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἴ­διοι καὶ ἡ καθ᾿ ὅ­λου Ἐκ­κλη­σί­α ὠ­φε­λεῖ­ται μέχρι καί σήμερα καί θά ὠφελεῖται, ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας τῶν αἰ­ώ­νων, ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ Του δι­ὰ τῆς βιοτῆς, τῆς Θε­ο­πνεύ­στου γρα­φῖ­δος καί τοῦ ἔργου Του. Σκη­νὲς τοῦ κα­θη­με­ρι­νοῦ βί­ου, ποὺ συν­δέ­ον­ται μὲ τὸ ἐμ­πό­ρι­ο, ποὺ δι­ε­ξή­γε­το τό­τε, ὁ κο­σμο­πο­λί­τι­κος χα­ρα­κτῆ­ρας ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἔν­το­νη οἰ­κο­δο­μι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τητα τῆς Ἀρ­χαί­ας Κο­ρίν­θου, πού συνδέονται μέ τόν ἀγῶνα γιά ἐπιβίωση τῶν κατοίκων τῆς πόλεώς μας κα­τὰ τὰ χρό­νι­α τῆς ἐ­δῶ πα­ρα­μο­νῆς Του καί ἀ­πη­χοῦν­ται στὰ ἀ­να­γρα­φό­με­να τῶν δύ­ο πρὸς Κο­ριν­θί­ους Ἐ­πι­στο­λῶν Του, τόν κάνουν νά αἰσθάνεται καί νά θέλει νά ἐπιβε­βαι­ώ­νε­ται ἡ ῥῆ­σι Του ὅτι ἐν τέλει: «τὰ πάν­τα καὶ ἐν πᾶ­σι Χρι­στὸς» (Κολ. γ’, 11).

Γι᾿ αὐτόν τόν ἀγῶνα, πού διεξάγει καθημερινά ὁ κάθε Χριστιανός καί μάλιστα σέ καιρούς «δυσχειμέρους» σάν τίς ἡμέρες πού διανύει ἡ Πατρίδα μας, ὁ λαός τῆς Κορίνθου δι᾿ ἐμοῦ, Σᾶς καλωσορίζει ἅπαντας καί παρακαλεῖ Ὑμᾶς Μακαριώτατε πάτερ και Δέσποτα, τόν Πρωθιεράρχην τῆς καθ᾿ Ἑλλάδα Ἁγίας Ἐκκλησίας, τόν ἐπιδέξιον οἰακοστρόφον καί νηφάλιον κυβερνήτην νά διδάξετε παραμυθῶντας αὐτόν, ἀφοῦ πρωτίστως ἐκφράσωμεν τάς θερμάς υἱϊκάς εὐχαριστίας μας γιά τήν τιμήν καί τήν εὐλογίαν τῆς μεθ᾿ Ὑμῶν συμπροσευχῆς καί συναναστροφῆς.

Εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν δ᾿ ὅ­μως καὶ ἅ­παν­τας τούς ἁ­γί­ους Ἀ­δελ­φούς, τούς Συνοδικούς Συνέδρους, Σεβ. Μητροπολίτες Θηβῶν & Λεβαδείας κ. Γεώργιον, Ἰλίου, Ἀχαρνῶν & Πετρουπόλεως κ. Ἀθηναγόραν, Ζακύνθου κ. Διονύσιον, Κηφισίας, Ἀμαρουσίου & Ὠρωποῦ κ. Κύριλλον, ὡς καί τούς Σεβ. Μητροπολίτες Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἰγνάτιον, Ξάνθης & Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονα, Σιδηροκάστρου κ. Μακάριον, Ζιχνῶν & Νευροκοπίου κ. Ἱερόθεον, Ρεθύμνης & Αὐλοποτάμου κ. Εὐγένιον, Νειλουπόλεως κ. Γεννάδιον, Ἀργολίδος κ. Νεκτάριον, Ἰωαννίνων κ. Μάξιμον, τόν Θεοφ. Ἐπίσκοπον Ἐπιδαύρου κ. Καλλίνικον καί τόν Θεοφ. Ἐπίσκοπον Διαυλείας κ. Γαβριήλ τόν καί Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοὺς ἀ­πὸ ἐγ­γὺς τε καὶ μα­κρὰν σπεύ­σαν­τας, διά νά τι­μή­σουν τὴν εὔ­ση­μον ταύ­την ἡ­μέ­ραν τῆς μνή­μης τοῦ Οὐ­ρα­νο­βά­μο­νος Παύ­λου στὴν «ὀλ­βί­αν», τὴν «εὐ­δαί­μο­να Κό­ριν­θον».

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε ἔ­χε­τε τὸν λό­γον!