«Η Θεολογική Σχολή της Αποστολικής Εκκλησίας»
(Κήρυγμα στον Εσπερινό των Αγίων Αποστόλων, στο Βήμα του Γαλλίωνος στην αρχαία Κόρινθο, 29 Ιουνίου 2011)
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ευχαριστώ τον Σεβ. Μητροπολίτη Κορίνθου κ. Διονύσιο και αγαπητό εν Χριστώ αδελφό που με προσκάλεσε να έλθω αυτήν την σημαντική ημέρα στην Κόρινθο και να συμμετάσχω στις λατρευτικές αυτές εκδηλώσεις για τον Απόστολο Παύλο, τον πολιούχο της αποστολικής αυτής Ιεράς Μητροπόλεως, και να ομιλήσω σε αυτό το Βήμα του Γαλλίωνος, όπου οδηγήθηκε από τους Ιουδαίους ο Απόστολος Παύλος για να δικασθή (Πράξ. ιη', 12-17), για τον μεγάλο Απόστολο των Εθνών και πνευματικό πατέρα των Κορινθίων. Τόν ευχαριστώ εκ καρδίας και χαίρομαι για την παρουσία τόσου πλήθους ανθρώπων που εισέρρευσαν σε αυτόν τον χώρο και με αυτόν τον τρόπο αποδίδουν, ως πνευματικά παιδιά και απόγονοι των τότε Κορινθίων, τον πρέποντα σεβασμό στον μεγάλο Απόστολο και θαυμαστό πνευματικό Πατέρα τους.
Έχοντας την τιμή να αναφερθώ σε αυτήν την σύναξη στον μεγάλο Απόστολο Παύλο θα λάβω αφορμή από τις δύο επιστολές που απέστειλε ο ίδιος στους Κορινθίους, οι οποίες περιελήφθησαν στον κανόνα της Καινής Διαθήκης και με αυτόν τον τρόπο τιμάται αυτή η πόλη και η Ιερά Μητρόπολη σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους αιώνες. Θα τονίσω δε δύο σημεία.
Το πρώτο σημείο είναι ότι ο Απόστολος Παύλος που ήταν ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κορίνθου, όπως και άλλων Εκκλησιών, ήταν θεόπτης Απόστολος, όπως έγραφε στους Κορινθίους: «Παύλος, κλητός απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού» (Α' Κορ. α', 1). Βεβαίως δεν ανήκε στους πρώτους Αποστόλους, που είχε καλέσει ο Χριστός στο αποστολικό αξίωμα, στην έναρξη του έργου του, μετά την Βάπτισή Του, και οι οποίοι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έγιναν μέλη του αναστημένου Σώματός Του, αλλά και ο Παύλος έγινε Απόστολος του Χριστού με την εμφάνιση και σε αυτόν του ιδίου του Χριστού. Στούς Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται σε αυτό το σημαντικό γεγονός. «Ουκ ειμί απόστολος;… ουχί τον Κυριον Ιησούν εώρακα;…» (Α' Κορ. θ', 1). Επίσης, γράφει σε ένα σημείο της επιστολής του: «Παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον». Και αφού αναφέρεται στις εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού καταλήγει: «έσχατον δε πάντων ωσπερεί τώ εκτρώματι ώφθη καμοί» (Α’ Κορ. ιε', 1-8). Έτσι και εκείνος είναι Απόστολος, αφού είδε τον Χριστό και απέκτησε κοινωνία μαζί Του, βίωσε το μυστήριο της Πεντηκοστής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι Κορίνθιοι δεν έπρεπε να αναζητούν άλλον Απόστολο για να τους κατευθύνη στην πνευματική τους ζωή.
Ο Απόστολος Παύλος απέκτησε μια σπάνια πνευματική εμπειρία, ένα μεγάλο πνευματικό χάρισμα, να ανέλθη μέχρι τρίτου ουρανού και από εκεί να εισέλθη στον Παράδεισο, και να συμμετάσχη στην ουράνια δόξα, την άκτιστη θεία Λειτουργία της Βασιλείας των Ουρανών. Πρόκειται για υπερβολή των αποκαλύψεων, όπως το ομολογεί ο ίδιος στην επιστολή του στους Κορινθίους (Β', Κορ. ιβ', 1-7). Ήταν ένας θεολόγος με την εκκλησιαστική και πατερική έννοια του όρου, αφού είδε εν δόξη τον Χριστό, τον γνώρισε και ομιλούσε γι’ Αυτόν.
Γράφοντας για τα θέματα αυτά στους Κορινθίους ήθελε να τους φανερώση την αποστολική του ιδιότητα που συνδέεται με την πνευματική εμπειρία και όχι με την γνώση της φιλοσοφίας και των άλλων ανθρωπίνων χαρισμάτων, καθώς επίσης ήθελε να τους υπογραμμίση ότι ο σκοπός και ο προορισμός των Χριστιανών είναι να εισέλθουν και εκείνοι σε αυτήν την ουράνια θεία Λειτουργία.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι, διαβάζοντας τις δύο αυτές επιστολές προς Κορινθίους, βλέπουμε ότι η επικοινωνία του Αποστόλου Παύλου με τους Χριστιανούς της Κορίνθου ήταν στενή και χαρισματική. Αυτός τους εγέννησε πνευματικά, γι’ αυτό τους έγραφε: «εάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ ου πολλούς πατέρας εν γάρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α' Κορ. δ', 15). Και οι Κορίνθιοι ζούσαν αυτήν την χαρισματική ζωή, και στον γάμο και στην παρθενία, γι’ αυτό γράφει: «έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ός μεν ούτως, ός δε ούτως» (Α' Κορ. ζ', 7). Και η προσευχή τους δεν ήταν τυπική, αλλά χαρισματική, όπως φαίνεται στο χωρίο «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορ. ιβ', 3). Πρόφεραν το όνομα του Χριστού με Πνεύμα Άγιον.
Βεβαίως υπήρξαν και διάφορα λυπηρά γεγονότα στην Εκκλησία της Κορίνθου, αλλά αυτά ήταν εξαιρέσεις, αφού παρά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, διατηρείται και η ελευθερία των ανθρώπων, την οποία σέβεται και Αυτός ο Ίδιος ο Θεός. Το γεγονός είναι ότι η πλειοψηφία των Κορινθίων είχε πνευματικά χαρίσματα γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος τους προτρέπει: «ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα». (Α’ Κορ. ιβ', 31).
Αυτό σημαίνει ότι οι Χριστιανοί της Κορίνθου δεν ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι, εκκοσμικευμένοι Χριστιανοί, άλλα ήταν μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος, είχαν ποικίλα χαρίσματα. Βεβαίως, δεν είχαν αποκτήσει το μεγάλο αποστολικό χάρισμα, που είχε ο Πνευματικός τους Πατέρας και Διδάσκαλος, αλλά και εκείνοι είχαν διάφορα και ποικίλα πνευματικά χαρίσματα. Δεν εννοώ τα φυσικά χαρίσματα που όλοι οι άνθρωποι έχουν, αλλά τα ιδιαίτερα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Οι Κορίνθιοι ήταν «ηγιασμένοι εν Χριστώ Ιησού» (Α' Κορ. α', 2) και έφθασε ο Απόστολος Παύλος να τους γράψη ότι δια της Χάριτος του Θεού: «επλουτίσθητε εν αυτώ, εν παντί λόγω και πάση γνώσει, καθώς το μαρτύριον του Χριστού εβεβαιώθη εν υμίν, ώστε υμάς μη υστερείσθαι εν μηδενί χαρίσματι» (Α' Κορ. α', 4-7). Δηλαδή, είχαν αποκτήσει όλη την πνευματική γνώση, την χαρισματική θεολογία, και δεν υστερούσαν σε κανένα πνευματικό χάρισμα.
Διαβάζοντας κανείς την Α’ προς Κορινθίους επιστολή εκπλήσσεται από τα χαρίσματα που υπήρχαν στην πρώτη Εκκλησία της Κορίνθου. Αριθμούνται όλες οι κατηγορίες των χαρισματούχων, όπως οι απόστολοι, οι προφήτες, οι διδάσκαλοι, οι δυνάμεις, αλλά και τα χαρίσματα ιαμάτων, της γλωσσολαλιάς και της ερμηνείας των γλωσσών (Α’ Κορ. ιβ', 29-31). Επίσης, εκπλήσσεται κανείς όταν διαβάζη αυτά που γράφει ο Απόστολος Παύλος για τα χαρίσματα των Κορινθίων που εκδηλώνονταν στην σύναξή τους. Τούς γράφει: «Όταν συνέρχησθε έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει πάντα προς οικοδομήν γινέσθω» (Α’ Κορ. ιδ', 26). Δηλαδή, κατά την διάρκεια της ιεράς ακολουθίας το Άγιον Πνεύμα εφώτιζε τους Χριστιανούς και εκδηλώνονταν τα χαρίσματά τους, ήτοι ο ψαλμός, δηλαδή προσευχή με τους ψαλμούς του Δαυίδ, η διδαχή-διδασκαλία, η γλωσσολαλιά, που ήταν η νοερά προσευχή, αφού δεν ακουγόταν από τους άλλους, η αποκάλυψη και η ερμηνεία της αποκαλύψεως.
Προσπαθώ να καταλάβω πώς λειτουργούσε η πρώτη Εκκλησία στην Κόρινθο κατά την διάρκεια της ιεράς ακολουθίας, ιδίως κατά την θεία Ευχαριστία, γιατί σήμερα δεν έχουμε ανάλογη εμπειρία. Ήταν μια Εκκλησία ζωντανή, γεμάτη από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία Εκκλησία ιδρύθηκε από έναν μεγάλο Απόστολο, τον Παύλο, και κατευθυνόταν από αυτόν που εισήλθε στον Παράδεισο και είχε αποκτήσει την γνώση του Θεού. Έτσι, κατά την διάρκεια της ιεράς ακολουθίας, της θείας Ευχαριστίας, οι Χριστιανοί της Κορίνθου αποκτούσαν ιερά έμπνευση, καταλαμβάνονταν από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και εκδηλώνονταν αυτά τα χαρίσματα με τον θεολογικό λόγο, την νοερά προσευχή κλπ. Η εικόνα των μικρών παιδιών που σφύζουν από ζωή και χαίρονται υπερβολικά όταν βρίσκονται στην φύση και παίζουν με ζωντάνια μπορεί κάπως να αποδώση την ζωή της πρώτης και αρτιγενούς Εκκλησίας της Κορίνθου. Ήταν μια Εκκλησία γεμάτη πνευματική ζωή και εκδηλώνονταν τα χαρίσματα αυθόρμητα και σε τέτοιον απίστευτο βαθμό, που δεν μπορούσαν να τα συγκρατήσουν.
Σήμερα στην Εκκλησία μας έχουν γραφή ευχές, ακολουθίες, τροπάρια, ύμνοι. Επίσης, έχει καταρτισθή το τυπικό το οποίο καθορίζει το τί θα πούν ο Αρχιερεύς, ο Ιερεύς, ο διάκονος, ο ψάλτης, ο αναγνώστης, και με ποιά σειρά. Έτσι, δεν παρατηρείται χάσμα στην θεία Λατρεία. Τότε, όμως, δεν υπήρχε το τυπικό αυτό, αλλά υπήρχε έκδηλη η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία εκδηλωνόταν αυθόρμητα. Οπότε, φθάνει ο Απόστολος Παύλος στο σημείο να τους ορίση ένα τυπικό, που θα καθορίζη την σειρά που θα εκδηλώνωνται τα χαρίσματα στην θεία Ευχαριστία. Όταν είχαν το χάρισμα της γλωσσολαλιάς δεν έπρεπε να ομιλούν ή να σιωπούν όλοι μαζί, αλλά ήταν απαραίτητο να υπήρχε και εκείνος που θα ερμήνευε. Το ίδιο έπρεπε να γίνεται και με τους προφήτες, δηλαδή να ομιλούν δυό ή τρεις και οι άλλοι να διακρίνουν, να ξεχωρίζουν. Εάν σε κάποιον Χριστιανό αποκαλυφθή κάτι την ώρα που κάποιος άλλος μιλούσε, τότε ο πρώτος έπρεπε να σιωπήση. Μέ την τάξη αυτή που τους επιβάλλει ο Απόστολος Παύλος μπορούν όλοι να προφητεύουν, ώστε όλοι να μαθαίνουν και όλοι να παρηγορούνται. Έτσι, «καί πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεσθαι», δηλαδή τα χαρίσματα των Προφητών πρέπει να υποτάσσωνται στους Προφήτες και να μήν εκδηλώνωνται ανεξέλεγκτα, γιατί ο Θεός δεν είναι Θεός ακαταστασίας, αλλά Θεός της ειρήνης (Α‘ Κορ. ιδ', 26-32), αλλά και ούτε το Άγιον Πνεύμα καταργεί την ελευθερία των ανθρώπων.
Πολλές φορές σκέπτομαι ότι θα ήταν φοβερή εμπειρία να μπορούσε κανείς να συμμετάσχη στην ευχαριστιακή σύναξη της τότε Εκκλησίας, εδώ στην Κόρινθο, μέσα στην οποία υπήρχαν απόστολοι, προφήτες, διδάσκαλοι, θαυματουργοί, γλωσσολαλούντες, που είχαν νοερά προσευχή, διερμηνεύοντες, και να εκδηλώνωνται όλα αυτά τα χαρίσματα, που φανέρωναν την παρουσία του Παναγίου Πνεύματος. Ήταν μια ζωντανή Εκκλησία. Μέ τί ζέση γινόταν όλη αυτή η ευχαριστιακή σύναξη, ώστε χρειαζόταν ένα τυπικό για το πώς θα εκφράζονταν και θα εκδηλώνονταν τα πνευματικά αυτά χαρίσματα με την σειρά για την οικοδομή όλων!
Κάποιος σύγχρονος θεολόγος (π. Ιωάννης Ρωμανίδης), αναφερόμενος σε αυτά που συνέβαιναν στην Κόρινθο κάνει λόγο για την «θεολογική Σχολή της Αποστολικής Εκκλησίας». Πράγματι, αν σκεφθούμε ότι η εμπειρική θεολογία είναι πνευματικό χάρισμα, με το οποίο γνωρίζει κανείς προσωπικά τον Θεό και ομιλεί γι’ Αυτόν, τότε η θεολογία συνδέεται με την προφητεία, και ο θεολόγος είναι ο προφήτης, που βλέπει τον Θεό και στην συνέχεια αποκαλύπτει τα οραθέντα και γι' αυτό λέγεται «ορών» και «βλέπων», τότε μπορεί να αποδώση τον χαρακτηρισμό «Θεολογική Σχολή της Αποστολικής Εκκλησίας» της Κορίνθου στην πρώτη αυτή αποστολική Εκκλησία. Εδώ, λοιπόν, στην Κόρινθο λειτούργησε αυτή η ζωντανή Θεολογική Σχολή, η Σχολή του Αγίου Πνεύματος, το «βασίλειο ιεράτευμα», όχι με προεδρικά διατάγματα και κρατικούς νόμους, αλλά με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Και λυπάται κανείς όταν συγκρίνη αυτήν την πρώτη «Θεολογική Εκκλησιαστική Σχολή» με την σημερινή κατάσταση, που ερχόμαστε στους Ναούς τυπικά, μηχανικά, και ο νούς μας βρίσκεται έξω από τον Ναό, μακρυά από τον Θεό, και παραμένει άκαρπος. Έχουμε ωραίους Ναούς, εξαίρετη υμνογραφία και μουσική, θαυμάσια τυπικά, αλλά δεν έχουμε την ζωντάνια της πρώτης Εκκλησίας. Έτσι, δεν έχουμε μόνο οικονομική κρίση σήμερα στον τόπο μας, αλλά και πνευματική-θεολογική κρίση.
Σεβασμιώτατε άγιε Κορίνθου,
Καμαρώνω και χαίρομαι πνευματικά διότι είσθε Επίσκοπος μιας τέτοιας Αποστολικής Εκκλησίας, στην οποία λειτούργησε η «Θεολογική Σχολή» του Αγίου Πνεύματος, όπως το διαβάζουμε στις δύο προς Κορινθίους Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Χαίρομαι που και η Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου, στον παλαιό καιρό όταν ήταν Επισκοπή, ανήκε στην Μητρόπολη Κορίνθου, με την τόσο μεγάλη πνευματική παράδοση. Κάθε φορά που περνώ από την Κόρινθο πηγαίνοντας προς την Αθήνα ή ερχόμενος από αυτήν προσεύχομαι για σας και το ποίμνιό σας, που κατέκλυσε αυτόν τον χώρο σήμερα, σε αυτήν την πνευματική σύναξη, εδώ που έζησε και ομιλούσε ο Απόστολος Παύλος, και νοσταλγώ αυτήν την πρώτη «Θεολογική Σχολή της Αποστολικής Σχολής» της Κορίνθου, όπως περιγράφεται στις δύο επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους.
Συγχρόνως, οραματίζομαι μια τέτοια Εκκλησία, στην οποία οι Χριστιανοί θα είναι γεμάτοι από πνευματικά χαρίσματα, σε τέτοιο βαθμό που να χρειάζεται να υπάρχη κάποιος Προφήτης για να επιβάλη τάξη για το πώς θα εκδηλωθούν μια Εκκλησία που να αγαπά τον Χριστό και να εμπνέεται από την δόξα του Θεού μια Εκκλησία που θα είναι ανώτερη από την κατάσταση του Αδάμ και της Εύας προ της αμαρτίας στον Παράδεισο. Βεβαίως, δεν εξέλειπαν ποτέ τα χαρίσματα από την Εκκλησία, γιατί η Εκκλησία πάντοτε λειτουργεί με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και είναι το Σώμα του Χριστού, αλλά οι Χριστιανοί τα μέλη της Εκκλησίας έχουν εκκοσμικευθή. Γι' αυτό πρέπει να σεβόμαστε το χάρισμα της Ιερωσύνης, κυρίως το χάρισμα του Επισκόπου, αλλά και όλα τα άλλα χαρίσματα, τα οποία διακρίνουν τους Χριστιανούς. Εκτός από αυτά τα εκκλησιαστικά χαρίσματα, αναζητάμε την πρώτη Εκκλησία της Κορίνθου με την «Θεολογική της Σχολή» και στην οποία οι Χριστιανοί είχαν εμπειρίες του Χριστού, είχαν την πίστη εκ θεωρίας και όχι απλώς την πίστη εξ ακοής.
Αυτούς τους πνευματικούς Προπάτορες έχετε, αγαπητοί Κορίνθιοι. Είσθε απόγονοι τέτοιων μεγάλων μορφών, η Εκκλησία σας είναι συνέχεια της πρώτης λαμπράς αποστολικής Εκκλησίας που φαίνεται στις δύο επιστολές του Αποστόλου Παύλου, που εστάλησαν στους Κορινθίους, και αυτό είναι τιμή για σάς, που είσθε γνωστοί σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, αλλά έχετε και ευθύνη να συνεχίζετε αυτήν την παράδοση. Ας παρακαλούμε τον Απόστολο Παύλο, τον ιδρυτή της Εκκλησίας της Κορίνθου, να μας δώση έμπνευση για να ζούμε εκκλησιαστικά, να έχουμε εκκλησιαστικό φρόνημα, αλλά και να νοσταλγούμε την πρώτη εκείνη Εκκλησία, ώστε να γίνουμε άξιοι διάδοχοι εκείνων των μεγάλων αποστολικών μορφών και τελικά να γίνουμε φοιτητές αυτής της «Θεολογικής Σχολής της Αποστολικής Εκκλησίας» της Κορίνθου.–