Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου-Κήρυγμα στον Εσπερινό των Αγίων Αποστόλων, στο Βήμα του Γαλλίωνος στην Aρχαία Κόρινθο, 29 Ιουνίου 2011

«Η Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή της Αποστολικής Εκκλησίας»

(Κήρυγμα στον Εσπερινό των Αγίων Αποστόλων, στο Βήμα του Γαλλίωνος στην αρχαία Κό­ριν­θο, 29 Ιουνίου 2011)

Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου Ι­ε­ρο­θέ­ου

Ευ­χα­ρι­στώ τον Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­τη Κο­ρίν­θου κ. Διο­νύ­σιο και α­γα­πη­τό εν Χρι­στώ α­δελ­φό που με προ­σκά­λε­σε να έλ­θω αυ­τήν την ση­μα­ντι­κή η­μέ­ρα στην Κό­ριν­θο και να συμ­με­τά­σχω στις λα­τρευ­τι­κές αυ­τές εκ­δη­λώ­σεις για τον Α­πό­στο­λο Παύ­λο, τον πο­λιού­χο της α­πο­στο­λι­κής αυ­τής Ι­ε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως, και να ο­μι­λή­σω σε αυ­τό το Βή­μα του Γαλ­λί­ω­νος, ό­που ο­δη­γή­θη­κε α­πό τους Ι­ου­δαί­ους ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος για να δι­κα­σθή (Πράξ. ι­η', 12-17), για τον με­γά­λο Α­πό­στο­λο των Ε­θνών και πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα των Κο­ριν­θί­ων. Τόν ευ­χα­ρι­στώ εκ καρ­δί­ας και χαί­ρο­μαι για την πα­ρου­σί­α τό­σου πλή­θους αν­θρώ­πων που ει­σέρ­ρευ­σαν σε αυ­τόν τον χώ­ρο και με αυ­τόν τον τρό­πο α­πο­δί­δουν, ως πνευ­μα­τι­κά παι­διά και α­πό­γο­νοι των τό­τε Κο­ριν­θί­ων, τον πρέ­πο­ντα σε­βα­σμό στον με­γά­λο Α­πό­στο­λο και θαυ­μα­στό πνευ­μα­τι­κό Πα­τέ­ρα τους.

Έ­χο­ντας την τι­μή να α­να­φερ­θώ σε αυ­τήν την σύ­να­ξη στον με­γά­λο Α­πό­στο­λο Παύ­λο θα λά­βω α­φορ­μή α­πό τις δύ­ο ε­πι­στο­λές που α­πέ­στει­λε ο ί­διος στους Κο­ριν­θί­ους, οι ο­ποί­ες πε­ρι­ε­λή­φθη­σαν στον κα­νό­να της Και­νής Δια­θή­κης και με αυ­τόν τον τρό­πο τι­μά­ται αυ­τή η πό­λη και η Ι­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη σε ό­λο τον κό­σμο και σε ό­λους τους αι­ώ­νες. Θα το­νί­σω δε δύ­ο ση­μεί­α.

Το πρώ­το ση­μεί­ο εί­ναι ό­τι ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος που ή­ταν ο ι­δρυ­τής της Εκ­κλη­σί­ας της Κο­ρίν­θου, ό­πως και άλ­λων Εκ­κλη­σι­ών, ή­ταν θε­ό­πτης Α­πό­στο­λος, ό­πως έ­γρα­φε στους Κο­ριν­θί­ους: «Παύ­λος, κλη­τός α­πό­στο­λος Ι­η­σού Χρι­στού δια θε­λή­μα­τος Θε­ού» (Α' Κορ. α', 1). Βε­βαί­ως δεν α­νή­κε στους πρώ­τους Α­πο­στό­λους, που εί­χε κα­λέ­σει ο Χρι­στός στο α­πο­στο­λι­κό α­ξί­ω­μα, στην έ­ναρ­ξη του έρ­γου του, με­τά την Βά­πτι­σή Του,  και οι ο­ποί­οι Α­πό­στο­λοι την η­μέ­ρα της Πε­ντη­κο­στής έ­λα­βαν το Ά­γιον Πνεύ­μα και έ­γι­ναν μέ­λη του α­να­στη­μέ­νου Σώ­μα­τός Του, αλ­λά και ο Παύ­λος έ­γι­νε Α­πό­στο­λος του Χρι­στού με την εμ­φά­νι­ση και σε αυ­τόν του ι­δί­ου του Χρι­στού. Στούς Κο­ριν­θί­ους ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος α­να­φέ­ρε­ται σε αυ­τό το ση­μα­ντι­κό γε­γο­νός. «Ουκ ει­μί α­πό­στο­λος;… ου­χί τον Κυ­ριον Ι­η­σούν ε­ώ­ρα­κα;­…» (Α' Κορ. θ', 1).  Ε­πί­σης, γρά­φει σε έ­να ση­μεί­ο της ε­πι­στο­λής του: «Πα­ρέ­δω­κα γάρ υ­μίν εν πρώ­τοις ό και πα­ρέ­λα­βον». Και α­φού α­να­φέ­ρε­ται στις εμ­φα­νί­σεις του α­να­στά­ντος Χρι­στού κα­τα­λή­γει: «έ­σχα­τον δε πά­ντων ω­σπε­ρεί τώ ε­κτρώ­μα­τι ώ­φθη κα­μοί» (Α’ Κορ. ι­ε', 1-8). Έ­τσι και ε­κεί­νος εί­ναι Α­πό­στο­λος, α­φού εί­δε τον Χρι­στό και α­πέ­κτη­σε κοι­νω­νί­α μα­ζί Του, βί­ω­σε το μυ­στή­ριο της Πε­ντη­κο­στής. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος για τον ο­ποί­ον οι Κο­ρίν­θιοι δεν έ­πρε­πε να α­να­ζη­τούν άλ­λον Α­πό­στο­λο για να τους κα­τευ­θύ­νη στην πνευ­μα­τι­κή τους ζω­ή.

Ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος α­πέ­κτη­σε μια σπά­νια πνευ­μα­τι­κή ε­μπει­ρί­α, έ­να με­γά­λο πνευ­μα­τι­κό χά­ρι­σμα, να α­νέλ­θη μέ­χρι τρί­του ου­ρα­νού και α­πό ε­κεί να ει­σέλ­θη στον Πα­ρά­δει­σο, και να συμ­με­τά­σχη στην ου­ρά­νια δό­ξα, την ά­κτι­στη θεί­α Λει­τουρ­γί­α της Βα­σι­λεί­ας των Ου­ρα­νών. Πρό­κει­ται για υ­περ­βο­λή των α­πο­κα­λύ­ψε­ων, ό­πως το ο­μο­λο­γεί ο ί­διος στην ε­πι­στο­λή του στους Κο­ριν­θί­ους (Β', Κορ. ιβ', 1-7). Ή­ταν έ­νας θε­ο­λό­γος με την εκ­κλη­σια­στι­κή και πα­τε­ρι­κή έν­νοια του ό­ρου, α­φού εί­δε εν δό­ξη τον Χρι­στό, τον γνώ­ρι­σε και ο­μι­λού­σε γι’ Αυ­τόν.

Γρά­φο­ντας για τα θέ­μα­τα αυ­τά στους Κο­ριν­θί­ους ή­θε­λε να τους φα­νε­ρώ­ση την α­πο­στο­λι­κή του ι­δι­ό­τη­τα που συν­δέ­ε­ται με την πνευ­μα­τι­κή ε­μπει­ρί­α και ό­χι με την γνώ­ση της φι­λο­σο­φί­ας και των άλ­λων αν­θρω­πί­νων χα­ρι­σμά­των, κα­θώς ε­πί­σης ή­θε­λε να τους υ­πο­γραμ­μί­ση ό­τι ο σκο­πός και ο προ­ο­ρι­σμός των Χρι­στια­νών εί­ναι να ει­σέλ­θουν και ε­κεί­νοι σε αυ­τήν την ου­ρά­νια θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Το δεύ­τε­ρο ση­μεί­ο εί­ναι ό­τι, δια­βά­ζο­ντας τις δύ­ο αυ­τές ε­πι­στο­λές προς Κο­ριν­θί­ους, βλέ­που­με ό­τι η ε­πι­κοι­νω­νί­α του Α­πο­στό­λου Παύ­λου με τους Χρι­στια­νούς της Κο­ρίν­θου ή­ταν στε­νή και χα­ρι­σμα­τι­κή. Αυ­τός τους ε­γέν­νη­σε πνευ­μα­τι­κά, γι’ αυ­τό τους έ­γρα­φε: «ε­άν γάρ μυ­ρί­ους παι­δα­γω­γούς έ­χη­τε εν Χρι­στώ, αλλ  ου πολ­λούς πα­τέ­ρας  εν γάρ Χρι­στώ Ι­η­σού δια του ευ­αγ­γε­λί­ου ε­γώ υ­μάς ε­γέν­νη­σα» (Α' Κορ. δ', 15). Και οι Κο­ρίν­θιοι ζού­σαν αυ­τήν την χα­ρι­σμα­τι­κή ζω­ή, και στον γά­μο και στην παρ­θε­νί­α, γι’ αυ­τό γρά­φει: «έ­κα­στος ί­διον χά­ρι­σμα έ­χει εκ Θε­ού, ός μεν ού­τως, ός δε ού­τως» (Α' Κορ. ζ', 7). Και η προ­σευ­χή τους δεν ή­ταν τυ­πι­κή, αλ­λά χα­ρι­σμα­τι­κή, ό­πως φαί­νε­ται στο χω­ρί­ο «ου­δείς δύ­να­ται ει­πείν Κύ­ριον Ι­η­σούν ει μη εν Πνεύ­μα­τι Α­γί­ω» (Α' Κορ. ιβ', 3). Πρό­φε­ραν το ό­νο­μα του Χρι­στού με Πνεύ­μα Ά­γιον.

Βε­βαί­ως υ­πήρ­ξαν και διά­φο­ρα λυ­πη­ρά γε­γο­νό­τα στην Εκ­κλη­σί­α της Κο­ρίν­θου, αλ­λά αυ­τά ή­ταν ε­ξαι­ρέ­σεις, α­φού πα­ρά την ε­νέρ­γεια του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δια­τη­ρεί­ται και η ε­λευ­θε­ρί­α των αν­θρώ­πων, την ο­ποί­α σέ­βε­ται και Αυ­τός ο Ί­διος ο Θε­ός. Το γε­γο­νός εί­ναι ό­τι η πλειο­ψη­φί­α των Κο­ριν­θί­ων εί­χε πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα γι’ αυ­τό και ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος τους προ­τρέ­πει: «ζη­λού­τε δε τα χα­ρί­σμα­τα τα κρείτ­το­να». (Α’ Κορ. ιβ', 31).

Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι οι Χρι­στια­νοί της Κο­ρίν­θου δεν ή­ταν συ­νη­θι­σμέ­νοι άν­θρω­ποι, εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νοι Χρι­στια­νοί, άλ­λα ή­ταν μέ­το­χοι του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, εί­χαν ποι­κί­λα χα­ρί­σμα­τα. Βε­βαί­ως, δεν εί­χαν α­πο­κτή­σει το με­γά­λο α­πο­στο­λι­κό χά­ρι­σμα, που εί­χε ο Πνευ­μα­τι­κός τους Πα­τέ­ρας και Δι­δά­σκα­λος, αλ­λά και ε­κεί­νοι εί­χαν διά­φο­ρα και ποι­κί­λα πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα. Δεν εν­νο­ώ τα φυ­σι­κά χα­ρί­σμα­τα που ό­λοι οι άν­θρω­ποι έ­χουν, αλ­λά τα ι­διαί­τε­ρα χα­ρί­σμα­τα του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Οι Κο­ρίν­θιοι ή­ταν «η­για­σμέ­νοι εν Χρι­στώ Ι­η­σού» (Α' Κορ. α', 2) και έ­φθα­σε ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος να τους γρά­ψη ό­τι δια της Χά­ρι­τος του Θε­ού: «ε­πλου­τί­σθη­τε εν αυ­τώ, εν πα­ντί λό­γω και πά­ση γνώ­σει, κα­θώς το μαρ­τύ­ριον του Χρι­στού ε­βε­βαι­ώ­θη εν υ­μίν, ώ­στε υ­μάς μη υ­στε­ρεί­σθαι εν μη­δε­νί χα­ρί­σμα­τι» (Α' Κορ. α', 4-7). Δη­λα­δή, εί­χαν α­πο­κτή­σει ό­λη την πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση, την χα­ρι­σμα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α, και δεν υ­στε­ρού­σαν σε κα­νέ­να πνευ­μα­τι­κό χά­ρι­σμα.

Δια­βά­ζο­ντας κα­νείς την Α’ προς Κο­ριν­θί­ους ε­πι­στο­λή εκ­πλήσ­σε­ται α­πό τα χα­ρί­σμα­τα που υ­πήρ­χαν στην πρώ­τη Εκ­κλη­σί­α της Κο­ρίν­θου. Α­ριθ­μού­νται ό­λες οι κα­τη­γο­ρί­ες των χα­ρι­σμα­τού­χων, ό­πως οι α­πό­στο­λοι, οι προ­φή­τες, οι δι­δά­σκα­λοι, οι δυ­νά­μεις, αλ­λά και τα χα­ρί­σμα­τα ι­α­μά­των, της γλωσ­σο­λα­λι­άς και της ερ­μη­νεί­ας των γλωσ­σών (Α’ Κορ. ιβ', 29-31). Ε­πί­σης, εκ­πλήσ­σε­ται κα­νείς ό­ταν δια­βά­ζη αυ­τά που γρά­φει ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος για τα χα­ρί­σμα­τα των Κο­ριν­θί­ων που εκ­δη­λώ­νο­νταν στην σύ­να­ξή τους. Τούς γρά­φει: «Ό­ταν συ­νέρ­χη­σθε έ­κα­στος υ­μών ψαλ­μόν έ­χει, δι­δα­χήν έ­χει, γλώσ­σαν έ­χει, α­πο­κά­λυ­ψιν έ­χει, ερ­μη­νεί­αν έ­χει  πά­ντα προς οι­κο­δο­μήν γι­νέ­σθω» (Α’ Κορ. ιδ', 26). Δη­λα­δή, κα­τά την διάρ­κεια της ι­ε­ράς α­κο­λου­θί­ας το Ά­γιον Πνεύ­μα ε­φώ­τι­ζε τους Χρι­στια­νούς και εκ­δη­λώ­νο­νταν τα χα­ρί­σμα­τά τους, ή­τοι ο ψαλ­μός, δη­λα­δή προ­σευ­χή με τους ψαλ­μούς του Δαυ­ίδ, η δι­δα­χή-δι­δα­σκα­λί­α, η γλωσ­σο­λα­λιά, που ή­ταν η νο­ε­ρά προ­σευ­χή, α­φού δεν α­κου­γό­ταν α­πό τους άλ­λους, η α­πο­κά­λυ­ψη και η ερ­μη­νεί­α της α­πο­κα­λύ­ψε­ως.

Προ­σπα­θώ να κα­τα­λά­βω πώς λει­τουρ­γού­σε η πρώ­τη Εκ­κλη­σί­α στην Κό­ριν­θο κα­τά την διάρ­κεια της ι­ε­ράς α­κο­λου­θί­ας, ι­δί­ως κα­τά την θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α, για­τί σή­με­ρα δεν έ­χου­με α­νά­λο­γη ε­μπει­ρί­α. Ή­ταν μια Εκ­κλη­σί­α ζω­ντα­νή, γε­μά­τη α­πό την ε­νέρ­γεια του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, η ο­ποί­α Εκ­κλη­σί­α ι­δρύ­θη­κε α­πό έ­ναν με­γά­λο Α­πό­στο­λο, τον Παύ­λο, και κα­τευ­θυ­νό­ταν α­πό αυ­τόν που ει­σήλ­θε στον Πα­ρά­δει­σο και εί­χε α­πο­κτή­σει την γνώ­ση του Θε­ού.  Έ­τσι, κα­τά την διάρ­κεια της ι­ε­ράς α­κο­λου­θί­ας, της θεί­ας Ευ­χα­ρι­στί­ας, οι Χρι­στια­νοί της Κο­ρίν­θου α­πο­κτού­σαν ι­ε­ρά έ­μπνευ­ση, κα­τα­λαμ­βά­νο­νταν α­πό την ε­νέρ­γεια του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος και εκ­δη­λώ­νο­νταν αυ­τά τα χα­ρί­σμα­τα με τον θε­ο­λο­γι­κό λό­γο, την νο­ε­ρά προ­σευ­χή κλπ. Η ει­κό­να των μι­κρών παι­δι­ών που σφύ­ζουν α­πό ζω­ή και χαί­ρο­νται υ­περ­βο­λι­κά ό­ταν βρί­σκο­νται στην φύ­ση και παί­ζουν με ζω­ντά­νια μπο­ρεί κά­πως να α­πο­δώ­ση την ζω­ή της πρώ­της και αρ­τι­γε­νούς Εκ­κλη­σί­ας της Κο­ρίν­θου. Ή­ταν μια Εκ­κλη­σί­α γε­μά­τη πνευ­μα­τι­κή ζω­ή και εκ­δη­λώ­νο­νταν τα χα­ρί­σμα­τα αυ­θόρ­μη­τα και σε τέ­τοιον α­πί­στευ­το βαθ­μό, που δεν μπο­ρού­σαν να τα συ­γκρα­τή­σουν.

Σή­με­ρα στην Εκ­κλη­σί­α μας έ­χουν γρα­φή ευ­χές, α­κο­λου­θί­ες, τρο­πά­ρια, ύ­μνοι. Ε­πί­σης, έ­χει κα­ταρ­τι­σθή το τυ­πι­κό το ο­ποί­ο κα­θο­ρί­ζει το τί θα πούν ο Αρ­χι­ε­ρεύς, ο Ι­ε­ρεύς, ο διά­κο­νος, ο ψάλ­της, ο α­να­γνώ­στης, και με ποιά σει­ρά. Έ­τσι, δεν πα­ρα­τη­ρεί­ται χά­σμα στην θεί­α Λα­τρεί­α. Τό­τε, ό­μως, δεν υ­πήρ­χε το τυ­πι­κό αυ­τό, αλ­λά υ­πήρ­χε έκ­δη­λη η ε­νέρ­γεια του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, η ο­ποί­α εκ­δη­λω­νό­ταν αυ­θόρ­μη­τα. Ο­πό­τε, φθά­νει ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος στο ση­μεί­ο να τους ο­ρί­ση έ­να τυ­πι­κό, που θα κα­θο­ρί­ζη την σει­ρά που θα εκ­δη­λώ­νω­νται τα χα­ρί­σμα­τα στην θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α. Ό­ταν εί­χαν το χά­ρι­σμα της γλωσ­σο­λα­λι­άς δεν έ­πρε­πε να ο­μι­λούν ή να σι­ω­πούν ό­λοι μα­ζί, αλ­λά ή­ταν α­πα­ραί­τη­το να υ­πήρ­χε και ε­κεί­νος που θα ερ­μή­νευ­ε. Το ί­διο έ­πρε­πε να γί­νε­ται και με τους προ­φή­τες, δη­λα­δή να ο­μι­λούν δυ­ό ή τρεις  και οι άλ­λοι να δια­κρί­νουν, να ξε­χω­ρί­ζουν. Ε­άν σε κά­ποιον Χρι­στια­νό α­πο­κα­λυ­φθή κά­τι την ώ­ρα που κά­ποιος άλ­λος μι­λού­σε, τό­τε ο πρώ­τος έ­πρε­πε να σι­ω­πή­ση. Μέ την τά­ξη αυ­τή που τους ε­πι­βάλ­λει ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος μπο­ρούν ό­λοι να προ­φη­τεύ­ουν, ώ­στε ό­λοι να μα­θαί­νουν και ό­λοι να πα­ρη­γο­ρού­νται. Έ­τσι, «καί πνεύ­μα­τα προ­φη­τών προ­φή­ταις υ­πο­τάσ­σε­σθαι», δη­λα­δή τα χα­ρί­σμα­τα των Προ­φη­τών πρέ­πει να υ­πο­τάσ­σω­νται στους Προ­φή­τες και να μήν εκ­δη­λώ­νω­νται α­νε­ξέ­λε­γκτα, για­τί ο Θε­ός δεν εί­ναι Θε­ός α­κα­τα­στα­σί­ας, αλ­λά Θε­ός της ει­ρή­νης (Α‘ Κορ. ιδ', 26-32), αλ­λά και ού­τε το Ά­γιον Πνεύ­μα κα­ταρ­γεί την ε­λευ­θε­ρί­α των αν­θρώ­πων.

Πολ­λές φο­ρές σκέ­πτο­μαι ό­τι θα ή­ταν φο­βε­ρή ε­μπει­ρί­α να μπο­ρού­σε κα­νείς να συμ­με­τά­σχη στην ευ­χα­ρι­στια­κή σύ­να­ξη της τό­τε Εκ­κλη­σί­ας, ε­δώ στην Κό­ριν­θο, μέ­σα στην ο­ποί­α υ­πήρ­χαν α­πό­στο­λοι, προ­φή­τες, δι­δά­σκα­λοι, θαυ­μα­τουρ­γοί, γλωσ­σο­λα­λού­ντες, που εί­χαν νο­ε­ρά προ­σευ­χή, δι­ερ­μη­νεύ­ο­ντες, και να εκ­δη­λώ­νω­νται ό­λα αυ­τά τα χα­ρί­σμα­τα, που φα­νέ­ρω­ναν την πα­ρου­σί­α του Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ή­ταν μια ζω­ντα­νή Εκ­κλη­σί­α. Μέ τί ζέ­ση γι­νό­ταν ό­λη αυ­τή η ευ­χα­ρι­στια­κή σύ­να­ξη, ώ­στε χρεια­ζό­ταν έ­να τυ­πι­κό για το πώς θα εκ­φρά­ζο­νταν και θα εκ­δη­λώ­νο­νταν τα πνευ­μα­τι­κά αυ­τά χα­ρί­σμα­τα με την σει­ρά για την οι­κο­δο­μή ό­λων!

Κά­ποιος σύγ­χρο­νος θε­ο­λό­γος (π. Ι­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης), α­να­φε­ρό­με­νος σε αυ­τά που συ­νέ­βαι­ναν στην Κό­ριν­θο κά­νει λό­γο για την «θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή της Α­πο­στο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας». Πράγ­μα­τι, αν σκε­φθού­με ό­τι η ε­μπει­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α εί­ναι πνευ­μα­τι­κό χά­ρι­σμα, με το ο­ποί­ο γνω­ρί­ζει κα­νείς προ­σω­πι­κά τον Θε­ό και ο­μι­λεί γι’ Αυ­τόν, τό­τε η θε­ο­λο­γί­α συν­δέ­ε­ται με την προ­φη­τεί­α, και ο θε­ο­λό­γος εί­ναι ο προ­φή­της, που βλέ­πει τον Θε­ό και στην συ­νέ­χεια α­πο­κα­λύ­πτει τα ο­ρα­θέ­ντα και γι' αυ­τό λέ­γε­ται «ο­ρών» και «βλέ­πων», τό­τε μπο­ρεί να α­πο­δώ­ση τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό «Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή της Α­πο­στο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας» της Κο­ρίν­θου στην πρώ­τη αυ­τή α­πο­στο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α. Ε­δώ, λοι­πόν, στην Κό­ριν­θο λει­τούρ­γη­σε αυ­τή η ζω­ντα­νή Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή, η Σχο­λή του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, το «βα­σί­λειο ι­ε­ρά­τευ­μα», ό­χι με προ­ε­δρι­κά δια­τάγ­μα­τα και κρα­τι­κούς νό­μους, αλ­λά με την πα­ρου­σί­α του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Και λυ­πά­ται κα­νείς ό­ταν συ­γκρί­νη αυ­τήν την πρώ­τη «Θε­ο­λο­γι­κή Εκ­κλη­σια­στι­κή Σχο­λή» με την ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­ση, που ερ­χό­μα­στε στους Να­ούς τυ­πι­κά, μη­χα­νι­κά, και ο νούς μας βρί­σκε­ται έ­ξω α­πό τον Να­ό, μα­κρυά α­πό τον Θε­ό, και πα­ρα­μέ­νει ά­καρ­πος. Έ­χου­με ω­ραί­ους Να­ούς, ε­ξαί­ρε­τη υ­μνο­γρα­φί­α και μου­σι­κή, θαυ­μά­σια τυ­πι­κά, αλ­λά δεν έ­χου­με την ζω­ντά­νια της πρώ­της Εκ­κλη­σί­ας. Έ­τσι, δεν έ­χου­με μό­νο οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση σή­με­ρα στον τό­πο μας, αλ­λά και πνευ­μα­τι­κή-θε­ο­λο­γι­κή κρί­ση.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε ά­γι­ε Κο­ρίν­θου,

Κα­μα­ρώ­νω και χαί­ρο­μαι πνευ­μα­τι­κά δι­ό­τι εί­σθε Ε­πί­σκο­πος μιας τέ­τοιας Α­πο­στο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας, στην ο­ποί­α λει­τούρ­γη­σε η «Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή» του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ό­πως το δια­βά­ζου­με στις δύ­ο προς Κο­ριν­θί­ους Ε­πι­στο­λές του Α­πο­στό­λου Παύ­λου. Χαί­ρο­μαι που και η Ι­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Ναυ­πά­κτου, στον πα­λαι­ό και­ρό ό­ταν ή­ταν Ε­πι­σκο­πή, α­νή­κε στην Μη­τρό­πο­λη Κο­ρίν­θου, με την τό­σο με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Κά­θε φο­ρά που περ­νώ α­πό την Κό­ριν­θο πη­γαί­νο­ντας προς την Α­θή­να ή ερ­χό­με­νος α­πό αυ­τήν προ­σεύ­χο­μαι για σας και το ποί­μνι­ό σας, που κα­τέ­κλυ­σε αυ­τόν τον χώ­ρο σή­με­ρα, σε αυ­τήν την πνευ­μα­τι­κή σύ­να­ξη, ε­δώ που έ­ζη­σε και ο­μι­λού­σε ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος, και νο­σταλ­γώ αυ­τήν την πρώ­τη «Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή της Α­πο­στο­λι­κής Σχο­λής» της Κο­ρίν­θου, ό­πως πε­ρι­γρά­φε­ται στις δύ­ο ε­πι­στο­λές του Α­πο­στό­λου Παύ­λου προς τους Κο­ριν­θί­ους.

Συγ­χρό­νως, ο­ρα­μα­τί­ζο­μαι μια τέ­τοια Εκ­κλη­σί­α, στην ο­ποί­α οι Χρι­στια­νοί θα εί­ναι γε­μά­τοι α­πό πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, σε τέ­τοιο βαθ­μό που να χρειά­ζε­ται να υ­πάρ­χη κά­ποιος Προ­φή­της για να ε­πι­βά­λη τά­ξη για το πώς θα εκ­δη­λω­θούν  μια Εκ­κλη­σί­α που να α­γα­πά τον Χρι­στό και να ε­μπνέ­ε­ται α­πό την δό­ξα του Θε­ού  μια Εκ­κλη­σί­α που θα εί­ναι α­νώ­τε­ρη α­πό την κα­τά­στα­ση του Α­δάμ και της Εύ­ας προ της α­μαρ­τί­ας στον Πα­ρά­δει­σο. Βε­βαί­ως, δεν ε­ξέ­λει­παν πο­τέ τα χα­ρί­σμα­τα α­πό την Εκ­κλη­σί­α, για­τί η Εκ­κλη­σί­α πά­ντο­τε λει­τουρ­γεί με την ε­νέρ­γεια του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος και εί­ναι το Σώ­μα του Χρι­στού, αλ­λά οι Χρι­στια­νοί τα μέ­λη της Εκ­κλη­σί­ας έ­χουν εκ­κο­σμι­κευ­θή. Γι' αυ­τό πρέ­πει να σε­βό­μα­στε το χά­ρι­σμα της Ι­ε­ρω­σύ­νης, κυ­ρί­ως το χά­ρι­σμα του Ε­πι­σκό­που, αλ­λά και ό­λα τα άλ­λα χα­ρί­σμα­τα, τα ο­ποί­α δια­κρί­νουν τους Χρι­στια­νούς. Ε­κτός α­πό αυ­τά τα εκ­κλη­σια­στι­κά χα­ρί­σμα­τα, α­να­ζη­τά­με την πρώ­τη Εκ­κλη­σί­α της Κο­ρίν­θου με την «Θε­ο­λο­γι­κή της Σχο­λή» και στην ο­ποί­α οι Χρι­στια­νοί εί­χαν ε­μπει­ρί­ες του Χρι­στού, εί­χαν την πί­στη εκ θε­ω­ρί­ας και ό­χι α­πλώς την πί­στη εξ α­κο­ής.

Αυ­τούς τους πνευ­μα­τι­κούς Προ­πά­το­ρες έ­χε­τε, α­γα­πη­τοί Κο­ρίν­θιοι. Εί­σθε α­πό­γο­νοι τέ­τοιων με­γά­λων μορ­φών, η Εκ­κλη­σί­α σας εί­ναι συ­νέ­χεια της πρώ­της λα­μπράς α­πο­στο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας που φαί­νε­ται στις δύ­ο ε­πι­στο­λές του Α­πο­στό­λου Παύ­λου, που ε­στά­λη­σαν στους Κο­ριν­θί­ους, και αυ­τό εί­ναι τι­μή για σάς, που εί­σθε γνω­στοί σε ό­λο τον χρι­στια­νι­κό κό­σμο, αλ­λά έ­χε­τε και ευ­θύ­νη να συ­νε­χί­ζε­τε αυ­τήν την πα­ρά­δο­ση. Ας πα­ρα­κα­λού­με τον Α­πό­στο­λο Παύ­λο, τον ι­δρυ­τή της Εκ­κλη­σί­ας της Κο­ρίν­θου, να μας δώ­ση έ­μπνευ­ση για να ζού­με εκ­κλη­σια­στι­κά, να έ­χου­με εκ­κλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα, αλ­λά και να νο­σταλ­γού­με την πρώ­τη ε­κεί­νη Εκ­κλη­σί­α, ώ­στε να γί­νου­με ά­ξιοι διά­δο­χοι ε­κεί­νων των με­γά­λων α­πο­στο­λι­κών μορ­φών και τε­λι­κά να γί­νου­με φοι­τη­τές αυ­τής της «Θε­ο­λο­γι­κής Σχο­λής της Αποστολικής Εκκλησίας»­ της Κο­ρίν­θου.–